δάσκιος — thick shaded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάσκιον — δάσκιος thick shaded masc/fem acc sg δάσκιος thick shaded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασκίοις — δάσκιος thick shaded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασκίοισιν — δάσκιος thick shaded masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασκίου — δάσκιος thick shaded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάσκια — δάσκιος thick shaded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάσκιοι — δάσκιος thick shaded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
IDA — I. IDA hodie mons Troade, mons altissimus, qui ad Troadem spectat, totius Hellesponti altissimus, Diod. Sic. l. 17. cuiuscacumen Gargarus Strab. l. 10. p. 472. 475. l. 12. p. 574. l. 13. p. 581. 583. et 604. Athen. l. 15. p. 682. dicitur. In hoc… … Hofmann J. Lexicon universale
δάσκιλλος — ο (Α δάσκιλλος) γένος ακανθοπτερύγιων ψαριών νεοελλ. κολεόπτερο έντομο τών εύκρατων και ημιτροπικών χωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης ονομασία ψαριού με πιθανό αναδιπλασιασμό τού λ , που συνδέεται μάλλον με το δάσκιος* «σκιερός». Πρόκειται ίσως για ψάρι με … Dictionary of Greek
δαυλός — (I) δαυλός και δαῡλος, ον (Α) 1. πυκνός, δασύς («δαυλά γένεια», «...καλεῑσθαι τά δασέα ὑπὸ τῶν παλαιῶν δαῡλα») 2. φρ. «δαυλοὶ πραπίδων, δάσκιοί τε πόροι» σκοτεινές μηχανορραφίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προτείνεται η αναγωγή της λ. σε IE *dns u … Dictionary of Greek